αγουροξυπνημένος

αγουροξυπνημένος
και -ητος, -η, -ο [αγουροξυπνώ]
αυτός που ξύπνησε ή τόν ξύπνησαν πρόωρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγουροξυπνώ — (μτβ.) 1. ξυπνώ κάποιον πρόωρα, τόν σηκώνω από τον ύπνο του 2. (αμτβ.) ξυπνώ πρόωρα δίχως να έχω κοιμηθεί αρκετά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + ξυπνώ. ΠΑΡ. αγουροξύπνημα, αγουροξυπνημένος, αγουροξυπνημός, αγουροξύπνητος] …   Dictionary of Greek

  • αγουροξύπνητος — η, ο [αγουροξυπνώ] βλ. αγουροξυπνημένος …   Dictionary of Greek

  • μαχμουρλής — και μαχμούρης, ο, θηλ. μαχμουρλίδισσα και μαχμούρισσα και μαχμουρλού νεοελλ. 1. υπναλέος, αγουροξυπνημένος 2. βαρύθυμος, δύσθυμος, κακόκεφος 3. μτφ. δυσκίνητος, βραδύς, νωθρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαχμουρλής < τουρκ. mahmurlu, ενώ ο τ. μαχμούρης… …   Dictionary of Greek

  • αγουροξυπνώ — αγουροξύπνησα, αγουροξυπνημένος 1. μτβ., ξυπνώ κάποιον πρόωρα: Με αγουροξύπνησαν οι φωνές σου. 2. αμτβ., ξυπνώ ο ίδιος πρόωρα: Αγουροξύπνησα και δεν ξανακοιμήθηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”